ΙΣΤΟΡΙΚΑ - ΑΜΠΕΛΑΚΙΩΤΙΣΣΑ ( ΚΟΖΙΤΣΑ ) - 200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ - ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ (μέρος 1ο)

2021-03-13 15:05

                           

       Το 1463 οι Τούρκοι είχαν καταλάβει τη Ναύπακτο. Το κάστρο της έπεσε στις 28 Αυγούστου του 1499.
      Βαριόμοιρη και πολυστέναχτη ήταν η ζωή όλης της Ρωμιοσύνης στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ίδια και απαράλλαχτη και στα Κράβαρα, δεν ξεχώριζε και στην Αμπελακιώτισσα. Δεν ήταν μόνο ο βρόγχος της σκλαβιάς που κατατυραννούσε τούτα τα μέρη, ήταν και η αβάσταχτη φτώχεια. Τα βράχια, όσο και να προσπαθούσαν, δεν άλλαζαν και δεν έδιναν ψωμί, και από βράχια και πέτρες δε στερείται η Αμπελακιώτισσα. Άπιαστο όνειρο των κατοίκων ήταν να χορτάσουν το ψωμί οι φαμελιές τους. Και εκείνο το λίγο που οικονομούσαν, με αίμα και ιδρώτα, τους το αφαιρούσαν τις πιο πολλές φορές οι Τούρκοι που τους έπαιρναν τη λειψή μπουκιά από το στόμα.
      Στην Άνω Χώρα είχε την έδρα του ο Αγάς και κάποτε ο Πασάς. Στο χωριό μας όμως είχε τον αντιπρόσωπό του και τον Κοτσάμπαση. Αυτός ήταν υπόλογος για να μαζεύει τους φόρους. Και τι φόρους; Οι νόμιμοι που τους προέβλεπε το Κοράνιο ήταν το «χαράτσι» (ή «κεφαλιακός»), και ο «Έγεκιος» (ή «δεκάτη, ή «μιρί»).
      Αμέτρητοι όμως ήταν οι έκτακτοι και αυθαίρετοι φόροι. Ορμούσαν τα μπουλούκια στο χωριό και ξεχύνονταν στα σπίτια. Ήθελαν να καλοφάνε και να καλοπιούνε, αυτοί και τα αλογά τους. Κονάκι και ταϊνι, άνθρωποι και ζώα. Και κοντά σ’ αυτά, να και τα δοσίματα, τα μπαξίσια, τα μπαγιραμλίκια για τους αρχηγούς, τα αγαλίκια για τον Κατή και τον Μπουλούκμπαση. Φόροι και για κρασιά ακόμα («βαρελιάτικος»), για το ψήσιμο του ψωμιού («αλατιάτικος»), για το άλεσμα του καλαμποκιού, για τα ζώα, μικρά και μεγάλα. Πέρα απ’ την τακτική φορολογία ήταν και η ειδική. Χαρμόσυνα ή λυπητερά περιστατικά στη ζωή των Πασάδων και Βεζύρηδων, συνοδεύονταν και με έκτακτες φορολογίες των ραγιάδων. Αναφέρουμε ενδεικτικά το τι πρόσφεραν πόλεις και χωριά στην Αλή Πασά, όταν πάντρεψε το 17χρονο παιδί του, το Σαλήχ, στα 1817.
      Γέμισαν τα Γιάννινα βόδια, άλογα, μουλάρια, γιδοπρόβατα, κότες. Οι γυναίκες ξυπόλητες και φορτωμένες ξύλα και μέλι και οι άνδρες τους τραγουδώντας, τάχα από χαρά, πηγαινοέρχονταν στο σαράι.
      Τα δικά μας χωριά, τα Κράβαρα, πρόσφεραν 200 κριάρια, ο καπετάν Στουρνάρης 20 κριάρια κι ένα ελάφι, ο Γιωργάκης Κανναβός ένα μπουλούκι πρόβατα κι ένα τουφέκι. Όλα τα πεσκέσια, απ’ όλο το πασαλίκι έφτασαν τα 24.423 κριάρια, 759 μουλάρια, 31 άτια, 117 άλογα! Οι φόροι στο πασαλίκι του Αλή έφταναν κάθε χρόνο τα 10 -12 εκατομύρια, τότε που η οκά το ψωμί είχε 15 λεπτά και το κρέας 8 δεκάρες.
      Και τι απέμενε για τους δόλιους τους χωριανούς; Σχεδόν τίποτα, πείνα και δυστυχία.

      Αλλά δεν ήταν μόνο η πείνα. Έλειπε και η ασφάλεια. Κοντά στην καλοπέραση οι Αγαρηνοί ζητούσαν να ικανοποιήσουν και τις αντρικές ορμές τους. Γιαυτό τις περισσότερες νυχτιές γυναίκες και αγόρια ξενυχτούσαν στα διάσελα και στις πλαγιές μέσα σε σπηλιές και στάνες.
    Πολλές φορές ολόκληρο το χωριό έμενε έρημο. Οι χωριανοί μας εγκατέλειπαν τα σπίτια τους και ξεχείμαζαν ή ξεκαλοκαίριαζαν σ’ απόκρημνα μέρη, όπως στο Πυργάκι, στις Πατουσιές, πίσω απ’ τον Αη-Λιά, στα Καλάνια, στη Στρούγκα και αλλού. Αυτό δεν είναι αυθαίρετο. Το μαρτυρούν τα υπάρχοντα χαλάσματα που υπάρχουν  ακόμα στα μέρη αυτά. Υπάρχουν ακόμα οι ερειπωμένες πολεμίστρες στο Πυργάκι. Υπάρχουν ακόμα και κατάλοιπα τάφων στο ίδιο μέρος. Το μαρτυρεί ακόμα και η τοποθεσία πιο κει του «Αη-πεθαμένου», όπου σίγουρα έψελναν και έθαβαν τους πεθαμένους τους. Και δεν έφευγαν και δεν ταλαιπωρούνταν μόνο για να μην τους πάρουν το βιός τους οι Τούρκοι και οι Αρβανίτες, αλλά για να γλιτώσουν τη ζωή τους και προπαντός την τιμή τους. Μάταιες ήταν οι αναφορές και τα παράπονά τους προς το Σουλτάνο. Μάταια ήταν και αυτουνού τα αυτοκρατορικά του διατάγματα. Οι Τούρκοι είναι πάντα Τούρκοι.
    Την τιμή οι χωριανοί μας, όπως όλοι οι ραγιάδες, την έβαζαν πάνω και απ’ τη ζωή τους, και αφού δεν τη σέβονταν οι Αγαρινοί έπαιρναν μόνοι τους οι χωριανοί μας το δικό τους νόμο στα χέρια τους και τους επέβαλαν το σεβασμό του.
    Χαρακτηριστικό είναι το εξής γεγονός:
    Είχαν καθιερώσει οι Τούρκοι αγάδες τη συνήθεια να απολαμβάνουν αυτοί την κάθε κοπέλα των ραγιάδων την παραμονή του γάμου της, πριν την πάρει ο γαμπρός. Αυτό ήθελα να εφαρμόσει και ο Τούρκος Αγάς της Κοζίτσας. Πρόκειταν εκείνες τις μέρες να παντρευτεί η Λάμπρω Ζωϊτού, που είχε τέσσερα αδέρφια: το Γιάννο, τον Παλαιολόγο, τον Πάνο και το Γιώργο. Το Σάββατο, παραμονή του γάμου, λέει ο Τούρκος στο Γιάννο:
    - Το βράδυ να μου φέρεις στο σπίτι τη Λάμπρω.
    Μαζεύτηκε το αίμα στο κεφάλι του Γιάννου απ’ το θυμό του. Συγκρατήθηκε όμως και του απάντησε ψυχρά:
    - Καλά, μόλις νυχτώσει.
    Μαζεύτηκαν όλα τα αδέρφια και πήραν την απόφασή τους.
    Μόλις πέρασε κάμποση νύχτα, αρματώθηκαν καλά και πάνε στον Πύργο του Τούρκου που ήταν εκεί που είναι σήμερα η πλατεία στο Κοτρώνι. Μπαίνουν απότομα μέσα, καθαρίζουν τους δυο φύλακες Τούρκους, σφάζουν την οικογένεια του Αγά και τελευταία και τον ίδιο.
    Ξαναγυρίζουν σπίτι τους, παίρνουν την αδελφή τους τη Λάμπρω και ό,τι απ’ τα συγύρια τους μπορούσαν να σηκώσουν και ολονυχτίς φεύγουν απ’ το χωριό.
     Φτάνουν στον Άβορο Δωρίδας με αλλαγμένο όνομα. Εκεί άρχισαν να δουλεύουν σαν υφαντήδες. Και ως υφαντήδες τους ήξεραν οι κάτοικοι του Άβορου.
     Στον Άβορο πάντρεψαν τη Λάμπρω, υπάρχει ακόμα το σπίτι της. Και τα τέσσερα αδέρφια παντρεύτηκαν και έγιναν γενάρχες οικογενειών με τα ονόματα Ζωϊτός, Παλαιολόγος και Υφαντής. Άλλοι έμειναν στον Άβορο και άλλοι πήγαν στο Λιδωρίκι, την Καλλιθέα, την Ερατεινή, τον Άγιο Νικόλαο, το Αίγιο και κάποιος στην Αφρική.
    Πέρασαν πολλά χρόνια, ο Γιάννος, γέρος πια, με την οικογένεια ενός γιού του, ξαναγύρισε στην Αμπελακιώτισσα. Το γεγονός της σφαγής στον Πύργο δεν ξεχάστηκε. Και οι χωριανοί μας εξαιτίας εκείνου του κόλλησαν το παρατσούκλι: «Ζωϊτομαχαίρας», που για κείνους που ξέρουν την ιστορία, είναι τιμητικός τίτλος.
    Και οπωσδήποτε δεν ήταν  μοναδική η περίπτωση του γενναίου εκείνου Κοζιτσιάνου. Και άλλοι φέρθηκαν παρόμοια. Εκδικήθηκαν κάποια ατιμία που τους έγινε και για να γλιτώσουν τη ζωή τους, πήραν τις φαμελιές τους και εγκατέλειψαν για πάντα την Αμπελακιώτισσα. Και είναι σήμερα σκορπισμένοι οι απόγονοί τους, σ’ όλες τις εσχατιές της Ελλάδας και του εξωτερικού.   

(Απο το βιβλίο του χωριανού μας Κ.Δ.ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ "Η ΑΜΠΕΛΑΚΙΩΤΙΣΣΑ-ΚΟΖΙΤΣΑ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ" 1996)